αγριλίκι

αγριλίκι
το
1. προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού προς τη νύφη, κυρίως όταν ο άντρας έρχεται σε δεύτερο γάμο, η δε νύφη είναι παρθένα (πρβλ. παληκαριάτικο)
2. προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού, που προτίθεται να έλθει σε τέταρτο γάμο, προς τη νύφη, η οποία διστάζει να τόν παντρευτεί επειδή ο τέταρτος γάμος δεν επιτρέπεται από το εκκλησιαστικό δίκαιο και αποτελεί αθεμιτογαμία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. agirlik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλληκαριάτικος — και παληκαριάτικος και παλικαριάτικος, η, ο 1. παλληκαρήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το παλ(λ)ηκαριάτικο και παλικαριάτικο προγαμιαία δωρεά που έδινε εθιμικά μια χήρα, όταν επρόκειτο να ξαναπαντρευτεί, στον νεαρό μνηστήρα της, αλλ. αγριλίκι 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”